τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
τορπίλ(λ)η — και τορπίλα, η, Ν 1. (στρ. ναυτ.) α) (παλαιότερα) κάθε είδους συσκευή προοριζόμενη να προκαλεί υποβρύχια έκρηξη (α. «σταθερές τορπίλες» β. «ρυμουλκούμενες τορπίλες») β) (σήμερα) αυτοπροωθούμενο υποβρύχιο σκάφος έμφορτο με εκρηκτική ύλη που… … Dictionary of Greek
υπερστέγασμα — το, Ν ναυτ. κατασκευή στο ανώτερο κατάστρωμα πολεμικού πλοίου, όχι όμως περίκλειστη όπως είναι οι κανονικές υπερκατασκευές, αλλά όμοια με στέγαστρο και προοριζόμενη για βοηθητικές εγκαταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + στέγασμα (< στεγάζω)] … Dictionary of Greek
φωτοβολίδα — η, Ν 1. πυροτεχνική συσκευή προοριζόμενη για την εκπομπή πολύ λαμπρού φωτός και χρησιμοποιούμενη για σηματοδότηση ή για φωτισμό στη θάλασσα, σε σιδηροδρόμους και αυτοκινητοδρόμους και σε στρατιωτικές επιχειρήσεις 2. εξάρτημα σε λυχνίες φωταερίου… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
Μαλινόφσκι, Μπρόνισλαβ Κάσπαρ — (Bronislaw Kaspar Malinowski, Κρακοβία 1884 – Νιου Χέιβεν, Koνέκτικατ 1942). Βρετανός εθνολόγος και ανθρωπολόγος πολωνικής καταγωγής. Ήταν γιος του πολύ γνωστού στην εποχή του φιλόλογου Λουσιάν Μ. Η μητέρα του ήταν επίσης πολύ καλή γλωσολόγος.… … Dictionary of Greek